κατερρύην

κατερρύην
καταρρέω
flow down
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
καταρρέω
flow down
aor ind pass 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επικατάρρυτος — ἐπικατάρρυτος, ον (Μ) αυτός που περιβρέχεται γύρω γύρω από νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατερρύην (αόρ. τού ρ. καταρρέω) + τος (κατάληξη τών ρηματικών επιθέτων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”